Η πεζογραφία του Νίκου Α. Μάντη (γεν. 1973) κινείται από καταβολής της μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας: από τη συλλογή διηγημάτων του «Ψευδώνυμο» (2006), όπου κυριαρχούν το ανοίκειο και το παράξενο, χωρίς να πρέπει ως εξ αυτού να αποκλείσουμε και το θαυμαστό, και το πρώτο μυθιστόρημά του, «Το χιόνι του καλοκαιριού» (2010), όπου εκείνο το οποίο θα πρωταγωνιστήσει στην αφήγηση είναι η οπτική γωνία του παιδικού βλέμματος, μέχρι τα μυθιστορήματα «Άγρια Ακρόπολη» (2013) και «Οι τυφλοί» (2017), όπου δεσπόζουν η διφυής έννοια της τυφλότητας και η περιήγηση σε μια υπέργεια ή υπόγεια Αθήνα, καθώς και η μετάβαση από το ένα όνειρο στο άλλο (στο πλαίσιο ενός αενάως επαναλαμβανόμενου κύκλου), που δεν αποκλείεται να φτάσει μέχρι τον μινωικό λαβύρινθο (αφήνω έξω από τη συζήτηση τα πολιτικοκοινωνικά μυθιστορήματα «Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί», 2014, και «Σφάλμα συστήματος», 2019).
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα, που έχει τίτλο «Κιθαιρώνας» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ο Μάντης προχωρεί στους δρόμους της επινοητικότητας και της φαντασίας του, συνομιλώντας με τις «Βάκχες» (417 πΧ) του Ευριπίδη και με την κλασική εποχή. Ο διαμελισμός του Πενθέα από τη μάνα του και τις μαινάδες του Διονύσου, υπό το κράτος της πρωτόγνωρης θεϊκής δύναμης να μετατρέπει τους θνητούς, ή μάλλον τις θνητές, σε όργανα μιας παρανοϊκής μέθης ικανής να σαρώσει τα πάντα, δεν μας πηγαίνει, αν ακολουθήσουμε τη ρότα της μυθοπλασίας του Μάντη, στην κλασική εποχή, όταν παρουσιάζονται οι «Βάκχες» επί σκηνής, με την απαραίτητη επεξεργασία του προγενέστερου μυθικού τους πυρήνα, αλλά σε μια προϊστορική, υποθετική και βαθιά μυθική αρχαιότητα. Το θέμα του Μάντη δεν είναι τόσο ο διαμελισμός του Πενθέα όσο το πώς ο νέος θεός, που έρχεται να καταλύσει την πολιτική τάξη του Πενθέα και την ιερή τάξη του Δωδεκαθέου (εδώ υπάρχει και μια απήχηση του μύθου του Ορφέα), αναλαμβάνει να οδηγήσει τις γυναίκες σε έναν κόσμο ο οποίος θέλει να αναλάβουν εκ νέου τη χαμένη κυριαρχία τους, καταργώντας ταυτοχρόνως τη διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού και τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα και ανάμεσα στα γένη. Αυτό σημαίνει πως ο συγγραφέας πιάνεται από τις μυθικές ρίζες της ελληνικής αρχαιότητας προκειμένου να μιλήσει για παγκόσμια ζητήματα του καιρού μας: για τον φεμινισμό ή για τον μεταφεμινισμό, αλλά και για τις σύγχρονες έμφυλες ταυτότητες, που ζητούν να μην υπαχθούν σε οποιοδήποτε κουτί με κανονιστική σφραγίδα σεξουαλικού προσανατολισμού.
Με τις «Βάκχες» έχει συνομιλήσει παλαιότερα και ο μεγαλύτερης ηλικίας Μισέλ Φάις, πρώτα στο μυθιστόρημά του «Πορφυρά γέλια» (2010) και πιο πρόσφατα στη νουβέλα του «Caput mortuum» (2022), βάζοντας στο κέντρο της τελευταίας τη σημερινή φιλοσοφία της τραγωδίας, που επιδιώκει να αναδείξει την αποσπασματικότητα, τον κατακερματισμό και την ηθική της αμφισημία, κάτι που ήξερε καλά ο ώριμος Νίτσε, αλλά ήταν αδύνατον να συμμεριστούν ο Πλάτων, ο Χέγκελ και ο Χάιντεγκερ. Η ανάγνωση, η επανερμηνεία και το ξαναγράψιμο των αρχαίων μύθων είναι ένας τρόπος που τρέφει ούτως ή άλλως τη νεότερη λογοτεχνία, αλλά ο φεμινιστικός και διεμφυλικός Κιθαιρώνας του Μάντη αποτελεί οπωσδήποτε ένα ρίσκο. Μιλώντας παλαιότερα στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την έννοια του συγγραφικού ρίσκου, ο Μάντης δήλωνε: «Είναι ανάγκη μου να ανεβάζω κάθε φορά τον βαθμό του ρίσκου. Για να γράψω χρειάζομαι έντονο κίνητρο, κάτι που να με κάνει να αμφιβάλλω για το αν θα μπορέσω να ανταποκριθώ, να με θέτει σε κίνηση σε σχέση με τις δυνατότητες και την αυτοπεποίθησή μου».
Γιατί, όμως μιλάμε για ρίσκο; Μα, επειδή ο αρχαίος μύθος παίρνει εδώ μια εντελώς αναπάντεχη τροπή. Ο «Κιθαιρώνας» παραπέμπει στις «Βάκχες», αλλά και σε συγγραφείς όπως ο Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, από τις αρχές του 20ου αιώνα, ή ο Τζεφ Βαντερμιέρ, από τα χρόνια μας, που έχει βαφτίσει τη μυθιστορηματική του παραγωγή «λογοτεχνία του αλλόκοτου». Ο Μάντης έχει μνημονεύσει από τη μεριά του, σε ό,τι αφορά τον «Κιθαιρώνα», το κινηματογραφικό «Στάλκερ» του Αντρέι Ταρκόφσκι, εξηγώντας το πώς το φιλμ ταξιδεύει σε έναν διαρκώς μεταλλασσόμενο χώρο. Οι μεταλλαγές θριαμβεύουν και στο γυναικοκρατούμενο βουνό του Κιθαιρώνα, που αντίκειται στην ανδροκρατική οργάνωση της πόλης της Θήβας. Ο άγριος, εντούτοις, ερωτισμός γυναικών και ανδρών στον «Κιθαιρώνα», ο πανσεξουαλισμός που υψώνει ένα απόρθητο οχυρό εντός του βουνού, θα φέρει σίγουρα στον νου πολλών και τη φιλολογία του «τρομώδους σώματος»: βία, αρρώστιες, ανοίκειες και αφύσικες καταστάσεις, παντοειδείς αποκλίσεις, μεταλλάξεις, ακρωτηριασμοί και μεταμορφώσεις σπεύδουν, στον περίγυρο του body horror, να συναντήσουν την πορνογραφία και το μελόδραμα, αναμεμιγμένα με τα πλέον ετερογενή λογοτεχνικά είδη.
Οι ενστάσεις που μπορεί να διατυπώσει κάποιος για τον «Κιθαιρώνα», στην πορεία μιας τέτοιας εκτροπής από τον μύθο, δεν είναι λίγες. Πρώτη επιφύλαξη: αφήγηση που τείνει χάρη στον μάλλον βαρύ ιδεολογικό εξοπλισμό της να καταλήξει σε σαρωτικό και μονόδρομο αποτέλεσμα. Δεύτερη επιφύλαξη: υπερβολές και έλλειψη μυστηριακής και όντως εκστατικής και διονυσιακής μέθεξης σε ένα σεξουαλικό πανηγύρι το οποίο συνδυάζει την κραυγαλέα ερωτογραφία, αντί για τη μετωνυμία ή για την παράφραση, με τον αισθηματικά φορτισμένο λόγο, που υποκαθιστά το αναπεπταμένο σθένος της ερωτικής γιορτής. Επιφύλαξη ίσως επιπλέον προκαλέσει η κουραστική κατονομασία των πάντων αντί για τη διαμεσολαβημένη ανακίνηση του αισθησιασμού και του ερωτισμού. Είδαμε, παρόλα αυτά, πως τόσο η πορνογραφία και το μελόδραμα όσο και οι υψηλές και κάπως άβολες για το κοινό αίσθημα εντάσεις συνιστούν εκ των ων ουκ άνευ παραμέτρους της λογοτεχνίας που επηρεάζει τον Μάντη κι αυτό, μαζί με την αναντίρρητη αφηγηματική ικανότητα και με τον «πειραγμένο» αρχαίο μύθο μέσω της άγρυπνης φαντασίας του, λέει πολλά για το καινούργιο βιβλίο του, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα και το ρίσκο του.
Β. Χατζηβασιλείου
ΑΠΕ-ΜΠΕ