«Σε ποια Ελλάδα ζούμε; Σε ποια Ελλάδα θέλουμε να ζήσουμε; Πώς θα φτάσουμε σε αυτήν;»: Γύρω από τα τρία αυτά κεντρικά ερωτήματα περιστράφηκε η εκδήλωση, υπό τον τίτλο, «Για την Ελλάδα του ’21», που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη το βράδυ στο Μουσείο Μπενάκη. Μια εκδήλωση που οργάνωσε, μαζί και την πολύμηνη έρευνα που προηγήθηκε, το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ και στο πλαίσιο της οποίας παρουσιάσθηκαν τρεις επιστημονικά καινοτόμες έρευνες του καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και επιστημονικού συνεργάτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Νίκου Παναγιωτόπουλου.
Γ. Γεραπετρίτης: Ίση και δίκαιη κατανομή πλούτου
Ο κ. Παναγιωτόπουλος μαζί με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλο ήταν και οι δύο βασικοί εισηγητές της βραδιάς. Ξεκινώντας όμως από τις ομιλίες που ακολούθησαν, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης σημείωσε ότι διεθνώς αλλά κύρια στην Ελλάδα υπήρξε μεγάλη πτώση του δείκτη ευτυχίας στα χρόνια της κρίσης και «παραμένουμε αρκετά χαμηλά για τα δεδομένα του δυτικού κόσμου», αναγνώρισε, αλλά, πρόσθεσε, «το Μάρτιο του 2019 η έκθεση για τον παγκόσμιο δείκτη ευτυχίας μας κατέτασσε στην 82η θέση μεταξύ 156 χωρών για να φθάσουμε το Μάρτιο του 2020 στην 77η θέση και το Μάρτιο του 2021 στην 51η θέση, (η Ελλάδα είναι) η χώρα με το μεγαλύτερο άλμα σε ό,τι αφορά το δείκτη ευτυχίας».
Αναγνωρίζοντας, παράλληλα, τη δυσπιστία των πολιτών για το κράτος, την κοινωνία, τους θεσμούς, ζητούμενο είναι, σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, να υπάρχει ίση και δίκαιη κατανομή του πλούτου, άρση των ανισοτήτων που διευρύνονται πάντοτε σε περιόδους κρίσης. Ο υπουργός και πανεπιστημιακός υπογράμμισε συγχρόνως την αυτοτελή σημασία της Παιδείας, ενώ αναφέρθηκε, τέλος, και στα μεγάλα βήματα που έγιναν, όπως είπε, για το σπάσιμο του πελατειακού κράτους και των εστιών διαφθοράς.
Ι. Στουρνάρας: Προϋποθέσεις αισιοδοξίας
Στη βιντεοσκοπημένη συνέντευξή του, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε ότι τα αποτελέσματα των ερευνών του Νίκου Παναγιωτόπουλου δείχνουν ότι «οι πολίτες επιθυμούν την υπέρβαση των δύο κυρίαρχων τρόπων άσκησης της πολιτικής, δηλαδή τόσο της ακραιφνούς τεχνοκρατικής που ισχυρίζεται ότι απεργάζεται την ευτυχία των ανθρώπων χωρίς τους ίδιους, όσο και της δημαγωγικής – λαϊκιστικής αδιαφορίας. Τα συμπεράσματα αυτά το πολιτικό σύστημα οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του», πρότεινε ο κ. Στουρνάρας.
Και συνέχισε: «Η οικονομική και κοινωνική πολιτική που ακολουθήθηκε στη ζώνη του ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρέχει στοιχεία αισιοδοξίας και διαφοροποιεί τη σημερινή προσέγγιση από αυτήν κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης του 2010: η συνεργασία στον επιστημονικό τομέα και τη δημόσια υγεία, η κοινή δράση στους τομείς της δημοσιονομικής πολιτικής – βλέπε, Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης – και της νομισματικής πολιτικής, με την αγορά των ομολόγων όλων των χωρών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χωρίς εξαιρέσεις, θέτουν τις βάσεις για μια νέα, περισσότερο συλλογική ευρωπαϊκή κοινή προσπάθεια στους τομείς της δημόσιας υγείας, της οικονομίας και της κοινωνίας στη ζώνη του ευρώ».
Στην ερώτηση της δημοσιογράφου του ραδιοφωνικού σταθμού «Αθήνα 9.84», Ελεωνόρας Ορφανίδου (που συντόνισε και την εκδήλωση) για το πώς μπορεί να ανατραπεί η ελληνική απαισιοδοξία, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος τόνισε ότι «τα επόμενα χρόνια και με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αλλά κυρίως με τις δικές μας προσπάθειες και τις διαρθρωτικές αλλαγές θα μπορούμε να έχουμε μια δεκαετία σχετικά υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Αν οι ρυθμοί αυτοί διαχυθούν σε όλη την οικονομία και την κοινωνία πιστεύω ότι αυτό το πρόβλημα που εκφράζεται, δικαιολογημένα ίσως, από τους πολίτες, θα ξεπεραστεί». Μετά τη συνέντευξη Στουρνάρα προβλήθηκε επίσης βίντεο με την προσέγγιση ενός εκπαιδευτικού πρώτης γραμμής, του αναπληρωτή – ωρομίσθιου καθηγητή σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, Παύλου Λιαρόπουλου.
Η προσέγγιση της αντιπολίτευσης
Εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο βουλευτής Γιώργος Κατρούγκαλος επέκρινε εισαγωγικώς, με αφορμή και την κοινωνιολογική έρευνα του κ. Παναγιωτόπουλου, την κυβέρνηση για την κατάργηση της κοινωνιολογίας από τα υποχρεωτικώς εξεταζόμενα μαθήματα, ενώ στον πυρήνα της ομιλίας του επικαλέστηκε τη γνωστή ιστορία του πολυεκατομμυριούχου Γ. Μπάφετ, ο οποίος αποκάλυψε ότι πληρώνει μικρότερη φορολογία από τη γραμματέα του. «Δεν είναι μόνο ότι ο πλούτος που έχει παραχθεί τα τελευταία 40 χρόνια ουσιαστικά καρπώνεται από το 1% του πληθυσμού, είναι ότι ταυτόχρονα υπονομεύονται οι θεσμοί αναδιανομής και υποστήριξης του κοινωνικού κράτους, που ήταν αποτέλεσμα του μεταπολεμικού ιστορικού συμβιβασμού», σημείωσε ο Γ. Κατρούγκαλος, ο οποίος, σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ανέφερε ότι η βελτίωση της θέσης της χώρας από το 2019 δεν είναι άσχετη από τις πολιτικές που εφαρμόσθηκαν κατά την τετραετία 2015-19, ενώ και ο δείκτης κοινωνικών ανισοτήτων υποχώρησε στο τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ.
Στο πολιτικό «δια ταύτα» του βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, «οι άνθρωποι αποκτούν δύναμη όταν οργανώνονται και διεκδικούν μέσα από το συνδικαλισμό, τα πολιτικά κόμματα και τις μαζικές οργανώσεις» ξεπερνώντας έτσι και τα υπαρκτά προβλήματα στο συνδικαλισμό και τη συλλογική εκπροσώπηση.
Διαφορετική, ασφαλώς, η τοποθέτηση του βουλευτή του Κινήματος Αλλαγής Γιώργου Καμίνη, ο οποίος αφού μίλησε για την πλαστή ευμάρεια των δεκαετιών του ’80, ’90 και 2000, αφού στηριζόταν στο δανεισμό και την υπερχρέωση, όπως είπε, επεσήμανε: «Η αιφνίδια καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου πολλών ανθρώπων προκάλεσε κοινωνική οργή που εκφράσθηκε στις πλατείες των αγανακτισμένων, οδήγησε στη ραγδαία εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και στην ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας μαζί με το κόμμα των ΑΝΕΛ. Το εκλογικό σώμα πίστεψε στην υπόσχεση του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα έσκιζε τα μνημόνια αλλά οι προσδοκίες που επένδυσε, εξανεμίσθηκαν μετά την πάροδο, μόλις, ενός εξαμήνου, ως δηλαδή το δημοψήφισμα. Ο κυβερνητικός συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υπέγραψε το δικό του μνημόνιο, το οποίο διαχειρίσθηκε ως το 2019».
Επικριτικός και για τη σημερινή κυβέρνηση, ο Γ. Καμίνης που εστίασε στους τομείς που είναι υπεύθυνος για λογαριασμό του κόμματός του: «στους τομείς της αστυνόμευσης, πολιτικής προστασίας και φυλακών δεν είδα καμία απολύτως, σοβαρή μεταρρύθμιση». Ειδικότερα, «στις φυλακές ζούμε αντι-μεταρρύθμιση», υποστήριξε και συνέχισε: «η παύση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη είναι βέβαιο ότι θα ματαιώσει την εφαρμογή όλων των μέτρων που το Υπουργείο είχε προαναγγείλει για τον περιορισμό της αστυνομικής αυθαιρεσίας». Στον τομέα της πολιτικής προστασίας, τέλος, μετά και τις θερινές πυρκαγιές, «είδαμε με τις πρώτες πλημμύρες ότι δεν είχαν ληφθεί τα προληπτικά μέτρα που θα έπρεπε να πάρει η Πολιτεία».
Φωνή στους αφανείς πολίτες
Είχαν προηγηθεί, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, οι εισηγήσεις των κ. Παναγόπουλου και Παναγιωτόπουλου, οι οποίοι και παρουσίασαν τις τρεις έρευνες: οι δύο από τις οποίες εκπονήθηκαν από τον καθηγητή Κοινωνιολογίας και την ερευνητική του ομάδα, εκδόθηκαν δε, σε ισάριθμους τόμους («Οι αφανείς: κοινωνιολογία των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα» και «Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα») υπό τον γενικό τίτλο, «Για την Ελλάδα του ’21» -εκδόσεις «Πεδίο», ενώ η τρίτη έγινε και εκδόθηκε στο πλαίσιο του ΙΝΕ («Η Ελλάδα δέκα χρόνια μετά»). Οι, κατά τον Ν. Παναγιωτόπουλο, «αφανείς» δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους της καθημερινότητας, τους απλούς ανθρώπους που μοχθούν για το σήμερα και το αύριο, το δικό τους και των οικογενειών τους.
Η αύξηση του ΑΕΠ από μόνη της δεν μπορεί να κάνει ευτυχισμένο τον πολίτη, επεσήμανε εισαγωγικά ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, για να υπογραμμίσει στη συνέχεια ότι «και οι τρεις έρευνες χαρακτηρίζονται από τη μέριμνα να αναλυθούν και να δημοσιοποιηθούν τα πραγματικά βιώματα των λεγόμενων καθημερινών ανθρώπων, να τους δοθεί χώρος στο δημόσιο διάλογο, να καταστούν γνωστοί και κατανοήσιμοι. Στην πραγματικότητα, τα μεμονωμένα άτομα και κυρίως τα πιο ενδεή από αυτά, παραμένουν βουβά», που αποκτούν όμως λόγο μέσα από τις τρεις έρευνες. Μιλώντας, τέλος, για την οικονομία της ευτυχίας και οικονομία της εξέλιξης, ο Ι. Παναγόπουλος αναγνώρισε ότι τα θέματα αυτά είναι κάτι που τα συνδικάτα οφείλουν να θέσουν στη δημόσια συζήτηση.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Ν. Παναγιωτόπουλος, αφού έκανε εν πρώτοις λόγο για μια πρωτοποριακή έρευνα, που είναι, άλλωστε, σε εξέλιξη ακόμη, τόνισε στη συνέχεια ότι την τελευταία 10ετία παρατηρήθηκε στη χώρα μας «μια ταχύτατη, εξαιρετικά βίαιη συλλογική υποβάθμιση και ταυτόχρονα μια υποκειμενική επιδείνωση της ζωής. Μια πολύ έντονη επιδείνωση στον κόσμο της εργασίας, ανεργία, εργασιακή επισφάλεια, μείωση και αστάθεια των αμοιβών και των εισοδημάτων, φτωχοποίηση των πιο ευάλωτων κοινωνικών κατηγοριών με πρώτους, φυσικά, τους ανέργους, φτωχοποίηση των πιο επισφαλών και φτωχών εργαζομένων, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες».
Και, ταυτόχρονα, «είχαμε κρίση της δημόσιας υγείας, αποδόμηση της αξίας των εκπαιδευτικών επενδύσεων των ανθρώπων, αφού θεωρούσαμε ότι τα πτυχία είναι πια άχρηστα, ενώ καταγράφηκε μια σοβαρή αποδόμηση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τους ‘Αλλους» (σ.σ. γειτονικές χώρες επί παραδείγματι), ανέφερε, επίσης, ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στηλιτεύοντας, σε άλλο σημείο, τη δομική βία των χρηματαγορών, που έχει ως αντίτιμο, όπως είπε, αυτοκτονίες, παραβατικότητα, ναρκωτικά, αλκοολισμό, βιαιοπραγίες. Ζήτησε δε, να αποκηρυχθεί τόσο ο «επικίνδυνος λαϊκισμός» όσο και ο «αυταρχικός τεχνοκρατισμός».
Μάλιστα, ο Ν. Παναγιωτόπουλος κατέγραψε, μέσα από την έρευνα, την αίσθηση ότι οι αφανείς αισθάνονται ότι δεν στηρίζονται από την επίσημη πολιτική, ότι η πολιτική αποτελεί ένα μικρόκοσμο κλεισμένο στον εαυτό του. Ένα από τα ζητήματα που απορρέουν, παρατήρησε, είναι να επαναπροσδιορισθεί η κοινωνική εικόνα του ρόλου των πολιτικών, εν τέλει χρειάζεται «μια τεράστια μεταστροφή του ρόλου και της εικόνας των πολιτικών για αυτό που κάνουν».
Η έρευνα του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και του Ν. Παναγιωτόπουλου, μέσω και των προσωπικών συνεντεύξεων που πήρε η ερευνητική ομάδα, αποδόθηκε, τέλος, και επί σκηνής του Μουσείου Μπενάκη, μέσα από την ταινία τεκμηρίωσης μικρού μήκους, σε σκηνοθεσία ‘Αγγελου Κοβότσου, το θεατρικό αναλόγιο με τους ηθοποιούς Μανόλη Μαυροματάκη και Φιλαρέτη Κομνηνού, αλλά και το θεατρικό μονόπρακτο, σε σκηνοθεσία Δήμου Αβδελιώδη, ενώ τα εικαστικά banners ήταν βασισμένα στο ζωγραφικό έργο του Γιώργου Ρόρρη.
Ν. Παπ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ