ΔΙΕΘΝΗ
Δολοφονία του προέδρου της Αϊτής: Σφίγγει ο κλοιός γύρω από τους δράστες, όμως τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται
Ο κλοιός συνέχιζε να σφίγγει γύρω από τους δράστες της δολοφονίας του αϊτινού προέδρου Ζοβενέλ Μοΐζ, με την αστυνομία να ανακοινώνει τις συλλήψεις δεκαπέντε Κολομβιανών και δύο Αμερικανών με καταγωγή από την Αϊτή, την ώρα που ανεβαίνουν οι τόνοι των αντεγκλήσεων στη χώρα ως προς τον ρόλο των υπηρεσιών επιβολής της τάξης και τη νομιμοποίηση της μεταβατικής κυβέρνησης.
Η δολοφονία του προέδρου Μοΐζ, που χτυπήθηκε από 12 σφαίρες στο σπίτι του μέσα στη νύχτα της Τρίτης προς Τετάρτη, διαπράχθηκε από ομάδα 28 ενόπλων, σύμφωνα με την αστυνομία.
«Έχουμε συλλάβει δεκαπέντε Κολομβιανούς και δύο Αμερικανούς με καταγωγή από την Αϊτή», ανακοίνωσε ο Λεόν Σαρλ, ο γενικός διευθυντής της αϊτινής αστυνομίας, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. Διευκρίνισε ότι τρεις Κολομβιανοί σκοτώθηκαν και άλλοι οκτώ συνεχίζουν ακόμη να διαφεύγουν.
Η αστυνομία έλεγε ως εδώ πως σκότωσε «τέσσερις μισθοφόρους».
Κατασχέθηκαν «όπλα και άλλο υλικό που χρησιμοποίησαν» οι δράστες, είπε ο κ. Σαρλ, τονίζοντας την αποφασιστικότητά του να εντοπιστούν οι οκτώ φυγάδες.
Στη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, αρκετοί ύποπτοι παρατάχθηκαν από αστυνομικούς μπροστά σε έναν τοίχο για να επιδειχθούν στους φωτογράφους και τους εικονολήπτες, με τα κολομβιανά διαβατήριά τους και όπλα να έχουν τοποθετηθεί σε ένα τραπέζι.
«Έχουμε πλέον στα χέρια μας τους φυσικούς αυτουργούς και αναζητούμε τους ηθικούς αυτουργούς», τόνισε ακόμη ο κ. Σαρλ.
Ο κολομβιανός υπουργός Άμυνας, ο Διέγο Μολάνο, ανέφερε από την πλευρά του από την Μπογοτά πως τουλάχιστον έξι από τους μισθοφόρους που ενέχονται στη δολοφονία είναι «πρώην μέλη του στρατού».
«Δώσαμε οδηγίες (…) στην αστυνομία και στον στρατό να συνεργαστούν άμεσα στη διεξαγωγή αυτής της έρευνας για να εξακριβωθούν τα γεγονότα», ανέφερε ο κ. Μολάνο στη διάρκεια βίντεο το οποίο διανεμήθηκε σε μέσα ενημέρωσης από τις υπηρεσίες του.
Η Ταϊπέι ανακοίνωσε εξάλλου σήμερα ότι 11 ύποπτοι συνελήφθησαν στο κτιριακό συγκρότημα της πρεσβείας της Ταϊβάν στο Πορτ-ο-Πρενς.
Η αστυνομία «διεξήγαγε επιχείρηση περί τις 16:00 (της Πέμπτης) και μπόρεσε να συλλάβει 11 υπόπτους», ανέφερε η πρεσβεία, εξηγώντας πως έδωσε «χωρίς τον παραμικρό δισταγμό» το πράσινο φως στο αίτημα της αϊτινής αστυνομίας να επέμβει στην περίμετρο της πρεσβείας.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, χωρίς να επιβεβαιώσει ούτε να διαψεύσει τη σύλληψη Αμερικανών, διαβεβαίωσε χθες πως αποδέχθηκε το αίτημα της αϊτινής αστυνομίας να της προσφέρει συνδρομή στην έρευνα που διενεργεί.
Στο στόχαστρο
Τουλάχιστον δύο ανώτεροι αξιωματικοί της αστυνομίας, καθ’ ύλη αρμόδιοι για την ασφάλεια του αρχηγού του κράτους, βρίσκονται στο στόχαστρο και κλήθηκαν από τη δικαιοσύνη, ανακοίνωσε εξάλλου χθες ο επικεφαλής της εισαγγελίας του Πορτ-ο-Πρενς.
Ο Μπεντ Φορντ Κλοντ, ο επικεφαλής εισαγγελικός λειτουργός της πρωτεύουσας, έθεσε δημόσια ερωτήματα για την παθητικότητα των αστυνομικών που ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια του προέδρου.
«Δεν διαπίστωσα να υπάρχει κανένας αστυνομικός μεταξύ των θυμάτων, παρά μόνο ο πρόεδρος και η σύζυγός του. Αν είσαστε υπεύθυνοι για την ασφάλεια του προέδρου, πού βρισκόσασταν; Τι κάνατε για να αποφύγει αυτή την τύχη ο πρόεδρος;», απαίτησε να μάθει.
Στην πρωτεύουσα χθες καταστήματα, τράπεζες, πρατήρια καυσίμων και μικρά εμπορικά καταστήματα παρέμειναν κλειστά, σε ατμόσφαιρα ανήσυχης ηρεμίας.
Η κυβέρνηση ζήτησε χθες να ανοίξει ξανά το αεροδρόμιο –αυτό αναμένεται να γίνει σήμερα– και να ξαναρχίσει η οικονομική δραστηριότητα.
Μπροστά σε αστυνομικό τμήμα στην Πετιονβίλ, προάστιο του Πορτ-ο-Πρενς, κάτοικοι επευφημούσαν την αστυνομία επειδή προχώρησε σε συλλήψεις και καλούσαν να λιντσαριστούν οι φερόμενοι ως δράστες.
Η ομάδα αποτελείτο από «επαγγελματίες» δολοφόνους που παρίσταναν ότι ήταν μέλη της αμερικανικής ομοσπονδιακής υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών, της DEA, σύμφωνα με τον αϊτινό πρεσβευτή στις ΗΠΑ, τον Μποξί Εντμόν.
Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε τη δολοφονία, από τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν ως τον πάπα Φραγκίσκο, ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας απαίτησε οι δράστες της «να προσαχθούν το ταχύτερο ενώπιον της δικαιοσύνης».
Πολιτικό κενό
Η δολοφονία του Ζοβενέλ Μοΐζ ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο τη φτωχότερη χώρα του δυτικού ημισφαιρίου, όπου η εγκληματικότητα και η ανασφάλεια έχουν μετατραπεί το τελευταίο διάστημα σε γάγγραινα.
Στα ερωτήματα για τους δράστες προστίθενται αυτά για το μέλλον της χώρας.
Δύο άνδρες λένε πως κυβερνούν στη χώρα με πληθυσμό 11 εκατ. κατοίκων, ο μισός από τον οποίο είναι κάτω των 20 ετών.
Μια από τις τελευταίες πολιτικές χειρονομίες του Ζοβενέλ Μοΐζ, που δολοφονήθηκε στα 53 του χρόνια, ήταν να ονομάσει τον έβδομο πρωθυπουργό του, τον Αριέλ Ανρί. Δεν είχε αναλάβει τα καθήκοντά του όταν έγινε η επίθεση.
Μερικές ώρες μετά τον φόνο του προέδρου όμως ήταν ο μεταβατικός πρωθυπουργός, ο Κλοντ Ζοζέφ, αυτός που κήρυξε κατάσταση πολιορκίας για δεκαπέντε ημέρες, δίνοντας ενισχυμένες εξουσίες στην κυβέρνηση και στις υπηρεσίες επιβολής της τάξης.
Ο Αριέλ Ανρί είπε σε συνέντευξή του πως δεν θεωρεί ότι ο κ. Ζοζέφ είναι πρωθυπουργός, έχει απλά το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, αλλά πρόσθεσε πως δεν θα επιδιώξει τη σύγκρουση για να μη «δυναμώσει τη φωτιά». Η αντιπολίτευση επίσης κατηγόρησε τον Κλοντ Ζοζέφ πως προσπαθεί να αγκιστρωθεί στην εξουσία.
Η ειδική απεσταλμένη του ΟΗΕ για την Αϊτή, η Χέλεν Λα Λιμ, εκτίμησε ότι ο προσωρινός πρωθυπουργός Ζοζέφ εκπροσωπεί τις πολιτικές αρχές της Αϊτής, δεδομένου ότι ο νέος πρωθυπουργός, ο Αριέλ Ανρί, που διορίστηκε την Δευτέρα από τον Μοΐζ, δεν είχε ορκιστεί ακόμη. Επικαλέστηκε το άρθρο 149 του Συντάγματος της Αϊτής.
Ο δικηγόρος και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ζεντεόν Ζαν χαρακτήρισε μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο «ύποπτη» τη βιάση του κ. Ζοζέφ να κηρύξει κατάσταση πολιορκίας, που τον οδηγεί να «διαβλέπει απόπειρα πραξικοπήματος».
Η χώρα ήταν ήδη βυθισμένη σε πολιτική και θεσμική κρίση. Ο Ζοβενέλ Μοΐζ δεν είχε οργανώσει εκλογές αφότου ανέλαβε την εξουσία στις αρχές του 2017 και η χώρα δεν είχε κοινοβούλιο από τον Ιανουάριο του 2020.
Ο πρόεδρος –που οι αντίπαλοί του κατηγορούσαν για απραξία μπροστά στην κρίση και τη ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας, ενώ ήταν αντιμέτωπος με την εναντίωση μεγάλου μέρους της λεγόμενης κοινωνίας των πολιτών– κυβερνούσε βασικά με διατάγματα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ