ΔΙΕΘΝΗ
Το σύνδρομο κατωτερότητας της Δύσης απέναντι στη Ρωσία
του Simon Kuper (*)
Πριν από ογδόντα χρόνια, αυτόν τον μήνα, η επικείμενη εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ ήταν ένα κοινό μυστικό σε όλο τον κόσμο. Το Foreign Office το συζητούσε για δύο μήνες. Σοβιετικοί κατάσκοποι προειδοποιούσαν με όλους τους τρόπους το Κρεμλίνο. Αλλά ο Στάλιν δεν τους πίστευε. Όταν στις 17 Ιουνίου του 1941 έφτασε στα χέρια του μια έκθεση που ανέφερε ότι «οι προετοιμασίες της Γερμανίας για μια ένοπλη επίθεση στη Σοβιετική Ενωση είχαν ολοκληρωθεί», ο δικτάτορας είπε να στείλουν την πηγή της πληροφορίας στον διάβολο. Πέντε ημέρες αργότερα, η Γερμανία εισέβαλε στην ΕΣΣΔ.
Οι ρώσοι κατάσκοποι και σαμποτέρ παραμένουν ενεργοί σήμερα, είτε για να επιτίθενται σε διαφωνούντες στο εξωτερικό είτε για να δίνουν κίνητρα στους Ταλιμπάν για να σκοτώνουν Αμερικανούς, να παρεμβαίνουν σε εκλογές σε δυτικές χώρες ή να χακάρουν δυτικές υπηρεσίες. Τα οφέλη όμως, όπως και τότε, είναι αμφίβολα. Οι ρώσοι κατάσκοποι σημειώνουν λιγότερες επιτυχίες κι από τους δυτικούς συναδέλφους τους. Και αποδεικνύουν στην πράξη την αναποτελεσματικότητα των αυταρχικών καθεστώτων.
Το 1941, οι σοβιετικοί κατάσκοποι γνώριζαν τα σχέδια του Χίτλερ και την πρόθεση των δυτικών συμμάχων να κατασκευάσουν την ατομική βόμβα. Ο Στάλιν τους πίστεψε, αλλά μόνο επειδή ήθελε να τους πιστέψει. Όπως ανακάλυψε ο βρετανός διπλανός πράκτορας Τζορτζ Μπλέικ μετά τη δραπέτευσή του από τη Μόσχα, το 1966, «αν η υπηρεσία αντικατασκοπείας παρείχε μια πληροφορία που δεν ταίριαζε με τις απόψεις του αφεντικού, είτε η πληροφορία δεν διαβιβαζόταν είτε άλλαζε ώστε να ταιριάζει με τις απόψεις του αφεντικού».
Οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας έχουν επίσης την τάση να ξεφεύγουν από τον έλεγχο, ιδιαίτερα σε χώρες χωρίς δημοκρατικά αντίβαρα. Οι ρωσικές υπηρεσίες διαθέτουν χρήματα, πληροφορίες και άδεια να σκοτώνουν. Ανταγωνίζονται επίσης άλλες ρωσικές υπηρεσίες. Η GRU, η ρωσική υπηρεσία στρατιωτικής αντικατασκοπείας, είχε πιθανότατα υποπτευθεί ότι η δηλητηρίαση του Σεργκέι Σκριπάλ σε μια αγγλική πόλη θα εξόργιζε τις δυτικές χώρες, αλλά προτιμούσε να ασχολείται με τους ανταγωνιστές της.
Σε κάθε περίπτωση, οι κατάσκοποι των αυταρχικών χωρών σπανίως καταλαβαίνουν πώς λειτουργούν οι δημοκρατικές χώρες. Το 2014, η GRU πίστεψε ότι το ΝΑΤΟ θα δεχόταν ως μέλος του την Ουκρανία και θα χρησιμοποιούσε ως ναυτική βάση τη Σεβαστούπολη. Η πεποίθηση αυτή ενδεχομένως να προκάλεσε την εισβολή στην Κριμαία.
Αλλά και το αποτέλεσμα της επέμβασης της GRU στις αμερικανικές εκλογές του 2016, η νίκη του Τραμπ δηλαδή, φαίνεται πως αιφνιδίασε την υπηρεσία. Ο στόχος της ήταν να αποδυναμώσει τη βέβαιη επόμενη πρόεδρο, τη Χίλαρι Κλίντον.
Στην Ευρώπη, οι αντιδράσεις που προκαλούν οι ρώσοι κατάσκοποι υπονομεύουν τα συμφέροντα της χώρας τους. Μια επιδέξια Ρωσία θα μπορούσε να στηρίζεται σε ιστορικούς της συμμάχους, όπως η Ελλάδα και η Τσεχική Δημοκρατία, για να προωθούν τα συμφέροντά της. Αντί γι’αυτό, απομακρύνει αυτούς τους συμμάχους. Το 2014, πράκτορες της GRU ανατίναξαν μια τσεχική αποθήκη όπλων σκοτώνοντας δύο ανθρώπους, προκειμένου να μη φτάσουν όπλα στους εχθρούς της Ρωσίας.
Η Ευρώπη και η Αμερική έχουν απελάσει 309 ρώσους διπλωμάτες και άλλους αξιωματούχους σε μόλις τέσσερα χρόνια. Το καθεστώς της Μόσχας καταλαβαίνει το πλήγμα στη στρατηγική της θέση στον κόσμο. Σε μια εξέλιξη που θυμίζει τα σταλινικά πογκρόμ, ο επικεφαλής της GRU όταν έγινε η επίθεση στον Σκριπάλ, ο Ιγκόρ Κορόμποφ, πέθανε οκτώ μήνες αργότερα σε ηλικία 62 ετών.
Το σύνδρομο κατωτερότητας της Δύσης απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα κορυφώθηκε το 2020. Ενώ ο Τραμπ υποτιμούσε την πανδημία, η Κίνα και η Ρωσία ανακοίνωναν λιγότερους θανάτους. Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά: οι δημοκρατίες φάνηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην παραγωγή και διανομή των εμβολίων, η θεωρία ότι ο ιός διέρρευσε από κινεζικό εργαστήριο κερδίζει έδαφος και οι επιπλέον θάνατοι στη Ρωσία από τον ιό είναι κατά 50% φορές περισσότεροι σε σχέση με τις ΗΠΑ. Κακώς αισθανόμαστε λοιπόν δέος απέναντι σε αυτές τις διεφθαρμένες δικτατορίες.
(*) Ο Σάιμον Κούπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)
ΑΠΕ-ΜΠΕ