ΕΛΛΑΔΑ
Δράμα: Το σπήλαιο του ποταμού Αγγίτη «αναγεννήθηκε» μέσα από την πανδημία
Ύστερα από έξι μήνες σιωπής και παντελούς έλλειψης ανθρωπινής δραστηριότητας και παρουσίας, το φαράγγι του Αγγίτη παίρνει και πάλι ζωή. Στο επίκεντρο αυτού του μοναδικής ομορφιάς τοπίου βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο των πηγών του ποταμού Αγγίτη, που όλους αυτούς τους μήνες παρέμεινε κλειστό λόγω της εφαρμογής των υγειονομικών μέτρων για τον περιορισμό του κορονοϊού.
Το σπήλαιο, που βρίσκεται 23 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης της Δράμας, στην τοπική κοινότητα Κοκκινογείων του δήμου Προσοτσάνης είναι το μοναδικό εκμεταλλεύσιμο ποτάμιο σπήλαιο στην Ελλάδα.
Οι άνθρωποι της δημοτικής κοινωφελούς επιχείρησης του δήμου Προσοτσάνης, που διαχειρίζεται το σπήλαιο, ευελπιστούν ότι το επόμενο διάστημα θα είναι μια περίοδο αναγέννησης για το εντυπωσιακό ποτάμιο σπήλαιο που μετά ένα δύσκολο χειμώνα, άνοιξε και πάλι την είσοδό του στον κόσμο.
Ο διευθυντής της δημοτικής επιχείρησης Κυριάκος Παπαδόπουλος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν κρύβει την ικανοποίησή του που το σπήλαιο, ύστερα από μια μακρά περίοδο που παρέμεινε κλειστό, άνοιξε και πάλι στις 15 Μαΐου. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι μέχρι στιγμή η επισκεψιμότητα είναι ιδιαίτερα μικρή και περιορίζεται μόνο σε μεμονωμένα άτομα και όχι σε οργανωμένα γκρουπ, όπως συνέβαινε στην προ κορονοϊού εποχή. Μάλιστα, τα δυο τελευταία χρόνια, πριν από την πανδημία, το σπήλαιο παρουσίαζε σημαντική αύξηση των επισκεπτών από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ωστόσο, όπως τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος, οι ελπίδες για αύξηση των επισκεπτών του σπηλαίου μετατίθενται πλέον για τους επόμενους μήνες μέσα στην περίοδο του καλοκαιριού. Επίσης, λόγω της πανδημίας, αναβλήθηκαν και οι εκπαιδευτικές επισκέψεις οργανωμένων σπηλαιολογικών ομάδων από την Ελλάδα και το εξωτερικό που έρχονταν Αύγουστο και Σεπτέμβριο προκειμένου να συνεχίσουν τις έρευνες για την εξερεύνηση κατά μήκους του σπηλαίου.
Μνημείο της φύσης
Το σπήλαιο δημιουργήθηκε από τη διάβρωση των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του όρους Φαλακρό. Σ’ ένα ταξίδι 12 χλμ, που αρχίζει εδώ και χιλιάδες χρόνια από τις καταβόθρες της κλειστής λεκάνης του Νευροκοπίου, όπου συγκεντρώνεται το νερό από τα χιόνια του χειμώνα και τις βροχές, μεταφέρεται ο υγρός θησαυρός μέχρι την πεδιάδα της Δράμας.
Μόλις το 1978, Έλληνες και Γάλλοι σπηλαιολόγοι καταδύθηκαν στο νερό και προχώρησαν στα πρώτα 500μ. Μέχρι σήμερα εξερευνήθηκαν περίπου 12 χλμ. και έχουν χαρτογραφηθεί 10 χλμ. διαδρομής. Από το 2000, που ξεκίνησε η λειτουργία του σπηλαίου, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει από κοντά τα πρώτα 500 μέτρα.
Το σπήλαιο του ποταμού Αγγίτη είναι ένα εντυπωσιακό μνημείο της φύσης. Ο επισκέπτης κινείται σ’ έναν διάδρομο πάνω από το ποτάμι παρακολουθώντας τη φυσική διακόσμηση του σπηλαίου η οποία κυριαρχείται από εντυπωσιακούς λευκούς και κόκκινους σταλακτίτες διαφόρων μορφών.
Η μεγαλοπρεπής «αίθουσα του τροχού», η οποία συνδέεται μέχρι και σήμερα με την κύρια περιοχή του σπηλαίου μ’ ένα διάδρομο, οφείλει το όνομά της στην παρουσία ενός μεγάλου ξύλινου υδραυλικού τροχού διαμέτρου οχτώ μέτρων, ο οποίος κάλυπτε τη παροχή νερού και τις αρδευτικές ανάγκες της περιοχής από την οθωμανική εποχή.
Το σπήλαιο στάθηκε πέρασμα ή καταφύγιο ζώων και ανθρώπων σε διάφορες εποχές. Κοντά στη σημερινή είσοδο, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως σημαντικά παλαιολιθικά και παλαιοντολογικά ευρήματα τα οποία βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο της Δράμας.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνουν τα οστά, πριν από 30.000 χρόνια, άλογα, δασύμαλλοι ρινόκεροι, μαμούθ, ελάφια, παγιδεύτηκαν στη θέση που βρέθηκαν. Ανθρώπινη παρουσία στον χώρο του σπηλαίου είναι γνωστή ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην «αίθουσα του τροχού», το μόνο προσβάσιμο τμήμα μέχρι το 1978, βρέθηκαν τέσσερις εστίες προϊστορικών κτηνοτρόφων, υπολείμματα από πήλινα οικιακά σκεύη, εργαλεία και κοσμήματα από θαλασσινά κοχύλια χρονολογημένα την 4η π.Χ. χιλιετία.
Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το τοξωτό άνοιγμα, όπου ξεχειλίζουν με ορμή τα νερά στον κάμπο δημιουργώντας μια όαση δροσιάς με δέντρα, λεύκες και ιτιές. Μέσα στο σπήλαιο φιλοξενούνται ευκαιριακά ή ζουν μόνιμα 37 είδη ζώων, κυρίως μικροπανίδα, ενώ υπάρχουν ψάρια, νυχτερίδες και κάποια μεγαλύτερα θηλαστικά, όπως βίδρα και μυοκάστορες.
Ένα ζωντανό σπήλαιο
Το σπήλαιο είναι επισκέψιμο και προσβάσιμο το μεγαλύτερο μέρος του έτους, ωστόσο στην «καρδιά» του χειμώνα, από τον Δεκέμβριο μέχρι τις αρχές Μαρτίου, παραμένει συνήθως κλειστό, καθώς η στάθμη των νερών του ποταμού ανεβαίνει πολύ, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η πρόσβασή του σ’ αυτό.
Ο κ. Παπαδόπουλος σημειώνει πως «οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν καθοριστικά την πρόσβαση στο ποτάμιο σπήλαιο. Συνήθως είναι ανοιχτό εννέα με δέκα μήνες τον χρόνο. Υπήρχε βέβαια μια χρονιά που το σπήλαιο έμεινε κλειστό εφτά ολόκληρους μήνες καθώς οι βροχοπτώσεις ήταν τόσο πολλές που είχαν ως αποτέλεσμα να μην έχει κατέβει για πολύ καιρό η στάθμη του ποταμού. Επιπλέον, οι χιονοπτώσεις επηρεάζουν το σπήλαιο αφού με το λιώσιμο του χιονιού σχηματίζονται μεγάλες ποσότητες νερού που το διαπερνούν βρίσκοντας διέξοδο στο κάμπο».
Ο κ. Παπαδόπουλος υπογραμμίζει ότι λόγω της μορφολογίας και της ιδιαιτερότητάς του είναι δύσκολο να γίνουν εκτεταμένες παρεμβάσεις στο σπήλαιο. «Η παρουσία του κόσμου», επισημαίνει, «είναι επόμενο ότι επιβαρύνει τη λειτουργία του. Το σπήλαιο όμως έχει τη μοναδική ικανότητα να αναγεννάται από μόνο του. Το γεγονός ότι κάποιους μήνες τον χρόνο παραμένει κλειστό και δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη παρουσία ή παρέμβαση διατηρεί τη φυσική ισορροπία του».
Το σπήλαιο του ποταμού Αγγίτη, χιλιάδες χρονιά μετά παραμένει ακόμα ένα ενεργό και δραστήριο σπήλαιο. Ο επισκέπτης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της δημιουργίας ενός σταλαχτίτη ζώντας από κοντά το μεγαλείο της φύσης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ