ΔΙΕΘΝΗ

Κυρ. Μητσοτάκης: Δίπλα στις διαπιστωμένες διαφωνίες μας μπορούμε να γράφουμε παράλληλη σελίδα με τις συμφωνίες μας

«Μία θετική εξέλιξη σε μία εποχή δύσκολη για τη διεθνή ειρήνη, αλλά και για την ευρύτερη σταθερότητα στην περιοχή μας» χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά τις κοινές δηλώσεις την συνάντηση του με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός επισήμανε ότι είναι πολύ σημαντικό ότι, αυτή η προσέγγιση έχει ήδη οδηγήσει σε χειροπιαστά αποτελέσματα, με αμοιβαίο όφελος, ενώ αναφερόμενος στα θέματα όπου υπάρχουν διαφωνίες τόνισε:

Κοινή Δήλωση μετά την συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν: Το θετικό κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών συμβάλλει με σημαντικό τρόπο στην ενίσχυση της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή

“Δίπλα στις διαπιστωμένες διαφωνίες μας μπορούμε να γράφουμε μία παράλληλη σελίδα, με τις συμφωνίες μας”.  Ερντογάν: Παρά τις διαφωνίες μας επικεντρωνόμαστε στη θετική ατζέντα

 Κυβερνητικές πηγές: Στο τέλος του έτους η νέα συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδος-Τουρκίας 

 κ.Μητσοτάκης χαρακτήρισε τη συνάντηση ως “δύο ακόμα βήματα που αφορούν τις καθημερινές ανάγκες των λαών μας στο παρόν, γιατί το σήμερα δεν πρέπει να μένει αιχμάλωτο του χθες και δεν πρέπει ούτε να ναρκοθετεί και το αύριο” και είπε ότι θα πυκνώσουν στο άμεσο μέλλον οι διμερείς επαφές. Συγκεκριμένα, όπως τόνισε ο κ.Μητσοτάκης θα πραγματοποιηθούν άλλες δυο συναντήσεις με τον κ. Ερντογάν πιθανόν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, και σίγουρα στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, αλλά και στην ‘Αγκυρα εντός του έτους, όπου θα μεταβεί τόσο ο ίδιος όσο και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου στην επόμενη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας.

Οικονομία-Μεταναστευτικό

Ο κ.Μητσοτάκης αναφέρθηκε στα οικονομικά ζητήματα που συζητήθηκαν και τόνισε ότι ο στόχος είναι ο διπλασιασμός των διμερών συναλλαγών σε βάθος πενταετίας, “παρά τις αντιξοότητες του διεθνούς περιβάλλοντος, παρά τα εμπόδια στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες. Κινούμαστε αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση”.

Ο πρωθυπουργός εξήρε τη συνεργασία των δυο χωρών στην αντιμετώπιση της διακίνησης μεταναστών, η οποία αποδίδει “απέναντι στις παράνομες ροές και απέναντι στους άθλιους διακινητές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον πόνο απελπισμένων ανθρώπων” και προσέθεσε ότι αυτή η συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί τόσο στα χερσαία όσο και στα θαλάσσια σύνορά μας”.

“Ξέρουμε, εξάλλου, ότι και οι δύο έχουμε πιεστεί από μεταναστευτικά κύματα. Και η Τουρκία έχει πιεστεί πολύ. Γι’ αυτό και η Ελλάδα ανέκαθεν συμφώνησε και εξακολουθεί να συμφωνεί στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συμφωνούμε και με ευρωπαϊκό σχέδιο ώστε να ανακουφιστεί με τη σειρά της μέσω οργανωμένων μετεγκαταστάσεων” είπε ο κ.Μητσοτάκης.

Μειονότητες

Αναφερόμενος στα θέματα των μειονοτήτων ο έλληνας πρωθυπουργός είπε ότι οι μειονότητες στις χώρες μας προσδιορίζονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης, και αποτελούν μια γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών μας.

Όπως είπε ο πρωθυπουργός με νόημα, από τη μια πλευρά, η ελληνική μειονότητα, “έστω και δραστικά μειωμένη πληθυσμιακά, εμπλουτίζει την κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της Τουρκίας. Χρειάζεται όμως και τη στήριξη της τουρκικής πολιτείας για να συνεχίσει να το πράττει”.

Αναφερόμενος στη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, είπε ότι “Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συμπολίτες μας διαβιούν αρμονικά με την ευρωπαϊκή αλλά και την ελληνική έννομη τάξη να τους εγγυάται ένα καθεστώς ίσων ευκαιριών” και διαβεβαίωσε τον κ.Ερντογάν ότι “ο ίδιος σε αυτόν τον στόχο είμαι προσωπικά προσηλωμένος”.

Και προσέθεσε:

“Όπως έχω ήδη τονίσει, ο χαρακτηρισμός της μειονότητας ως θρησκευτικής προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη της Λωζάνης, ενώ το έμπρακτο ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας για την ευημερία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη εκδηλώνεται με την αυτονόητη τήρηση των αρχών ισονομίας και ισοπολιτείας για τα μέλη της, όπως και για όλους τους Έλληνες πολίτες, αλλά -και θέλω να το τονίσω αυτό- και με τη λήψη ειδικών μέτρων που απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι της χώρας μας. Και θεωρούμε επιτυχία μας την ενεργό παρουσία της μειονότητας στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή και θα ήταν ευχής έργον αν την ίδια άνθιση γνώριζε και ο, δυστυχώς, διαρκώς συρρικνούμενος ελληνισμός στην Τουρκία”.

Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε επίσης στην μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τζαμί για την οποία εξέφρασε τη δυσαρέσκεια του, και είπε ότι ο σεβασμός των διεθνών κανόνων προστασίας της θρησκευτικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς, “εντάσσεται στο πνεύμα της αρμονικής συνύπαρξης και ιδίως όταν μιλάμε για μνημεία τα οποία αποτελούν πανανθρώπινη περιουσία υπό την ομπρέλα της UNESCO”. Και κατέληξε:

“Είχαμε την ευκαιρία με ειλικρίνεια να συζητήσουμε με τον Πρόεδρο Erdoğan τη στεναχώρια μας, τη δυσαρέσκειά μας για το γεγονός ότι η Μονή της Χώρας άλλαξε χαρακτήρα και θα λειτουργήσει πια ως τέμενος”.

Επισήμανε, επίσης, ότι “κατ’ ελάχιστον είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να διαφυλάξουμε την ξεχωριστή πολιτιστική αξία αυτού του μνημείου έτσι ώστε να μπορεί να είναι επισκέψιμο από όλους και να μπορούν όλοι να απολαμβάνουν αυτόν τον πολύ σημαντικό πολιτιστικό θησαυρό, που πιστεύω ότι αποτελεί και ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης”.

Τέλος, ο κ.Μητσοτάκης αναφέρθηκε στις διεθνείς εξελίξεις στον πόλεμο στην Ουκρανία και στις συγκρούσεις στη Γάζα, όπου χαρακτήρισε τη “Χαμάς” “τρομοκρατική οργάνωση που δεν εκπροσωπεί τον παλαιστινιακό λαό”, κάτι με το οποίο διαφώνησε ο κ.Ερντογάν που παρενέβη εκτός πρωτοκόλλου μετά τις δηλώσεις του κ.Μητσοτάκη λέγοντας ότι “η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση”. Ο πρωθυπουργός απάντησε τα εξής:

“Ας συμφωνήσουμε, κ. Πρόεδρε, ότι διαφωνούμε στο θέμα αυτό, αλλά ας συμφωνήσουμε ότι συμφωνούμε στην ανάγκη αυτή τη στιγμή να υπάρχει μια άμεση κατάπαυση του πυρός και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ όλα να προστατευθούν οι άμαχοι Παλαιστίνιοι, που είναι και τα άδικα, τα μεγάλα θύματα αυτού του πολέμου”.

Δηλώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας Recep Tayyip Erdoğan στην ‘Αγκυρα

«Αξιότιμε κ. Πρόεδρε της Τουρκικής Δημοκρατίας, αγαπητέ Tayyip, κυρίες και κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι, δεν μπορώ παρά να ξεκινήσω με τις ευχαριστίες μου για τη ζεστή φιλοξενία την οποία μας επιφυλάξατε σήμερα στην ‘Αγκυρα.

Σε μία συνάντηση που -αξίζει να σημειωθεί- είναι η τέταρτη μέσα στους τελευταίους δέκα μήνες, κάτι το οποίο πιστεύω ότι αποδεικνύει πως οι δύο γείτονες μπορούμε πλέον να καθιερώσουμε αυτή την προσέγγιση της αμοιβαίας κατανόησης, όχι πλέον ως κάποια εξαίρεση, αλλά ως μία παραγωγική κανονικότητα που δεν αναιρείται από τις γνωστές διαφορές στις θέσεις μας. Κανονικότητα, η οποία θα έλεγα ότι διαμορφώνει και μία καλύτερη καθημερινή πραγματικότητα.

Κι αυτό νομίζω ότι είναι και το μήνυμα το οποίο εκπέμπουμε και σήμερα. Ένα μήνυμα, το οποίο το θεμελιώσαμε προ ολίγων μηνών στη Σύνοδο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας που έλαβε χώρα στην Αθήνα και με την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών στη συνέχεια, οικοδομήθηκε με πολύ μεγάλη συστηματικότητα, όπως είχαμε συμφωνήσει και υπό την ευθύνη των δύο Υπουργών Εξωτερικών, σε τρία επίπεδα: στον πολιτικό διάλογο, στη θετική ατζέντα και στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Πιστεύω ότι είναι μία θετική εξέλιξη σε μία εποχή δύσκολη για τη διεθνή ειρήνη, αλλά και για την ευρύτερη σταθερότητα στην περιοχή μας. Και είναι πολύ σημαντικό ότι, όπως είχαμε δρομολογήσει, αυτή η προσέγγιση έχει ήδη οδηγήσει σε χειροπιαστά αποτελέσματα, με αμοιβαίο όφελος.

Αναφερθήκατε στην πολύ μεγάλη σημασία την οποία αποδίδουμε και οι δύο στον τομέα της οικονομίας και είχαμε πράγματι συμφωνήσει να υπάρχει μία περαιτέρω σύσφιξη στους τομείς του εμπορίου και των επενδύσεων.

Θέλω να χαιρετίσω κι εγώ με τη σειρά μου σήμερα και την επίσημη ίδρυση του Ελληνοτουρκικού Επιχειρηματικού Συμβουλίου που αποφασίστηκε στα πλαίσια της θετικής ατζέντας και να εκφράσω την ικανοποίησή μου διότι διεξήχθη ένα πολύ επιτυχημένο επιχειρηματικό φόρουμ στην Κωνσταντινούπολη, με συμμετοχή πολλών επιφανών Ελλήνων και Τούρκων επιχειρηματιών.

Νομίζω ότι είναι ένα από τα πολλά βήματα που θα ακολουθήσουν, έτσι ώστε να μπορέσουμε να φτάσουμε στον στόχο μας, που δεν είναι άλλος από το να διπλασιάσουμε τις διμερείς μας συναλλαγές σε βάθος πενταετίας, παρά τις αντιξοότητες του διεθνούς περιβάλλοντος, παρά τα εμπόδια στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες. Κινούμαστε αναμφίβολα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Και παράλληλα, οι δύο λαοί μας, όπως είχα δεσμευτεί τον Δεκέμβριο, απολαμβάνουν τους καρπούς μιας σημαντικής πρωτοβουλίας: να μπορούν Τούρκοι επισκέπτες και οι οικογένειές τους να ταξιδεύουν σε δέκα ελληνικά νησιά. Και χάρη στη συνεννόηση που πέτυχε η Ελληνική Κυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η έκδοση βίζας, αυτή η διαδικασία διαρκεί πια μόνο λίγα λεπτά.

Είχα την ευκαιρία τις τελευταίες εβδομάδες να επισκεφτώ τη Λέσβο και τη Χίο. Διαπίστωσα ο ίδιος πόσο γρήγορη και πόσο απλή και σύντομη είναι αυτή η διαδικασία. Και νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αλλά είναι πολύ σημαντικό οι δύο λαοί μας να επικοινωνούν με άμεσο τρόπο και με λιγότερη γραφειοκρατία.

Αλλά θα έλεγα ότι και στον κρίσιμο τομέα του μεταναστευτικού, η συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών μας και ειδικά μεταξύ της Αστυνομίας και του Λιμενικού αποδίδει απέναντι στις παράνομες ροές και απέναντι στους άθλιους διακινητές, οι οποίοι εκμεταλλεύονται τον πόνο απελπισμένων ανθρώπων. Αυτή η συνεργασία πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί. Ένας συντονισμός τον οποίο τον θέλουμε τόσο στα χερσαία όσο και στα θαλάσσια σύνορά μας.

Ξέρουμε, εξάλλου, ότι και οι δύο έχουμε πιεστεί από μεταναστευτικά κύματα. Και η Τουρκία έχει πιεστεί πολύ. Γι’ αυτό και η Ελλάδα ανέκαθεν συμφώνησε και εξακολουθεί να συμφωνεί στη χρηματοδότηση της Τουρκίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συμφωνούμε και με ευρωπαϊκό σχέδιο ώστε να ανακουφιστεί με τη σειρά της μέσω οργανωμένων μετεγκαταστάσεων.

Ταυτόχρονα, οι μειονότητες στις χώρες μας που προσδιορίζονται από τη Συνθήκη της Λωζάνης, αποτελούν -και το πιστεύω βαθιά αυτό- μια γέφυρα φιλίας μεταξύ των δύο λαών μας.

Από τη μια πλευρά, η ελληνική μειονότητα, έστω και δραστικά μειωμένη πληθυσμιακά, εμπλουτίζει την κοινωνική και την πολιτιστική ζωή της Τουρκίας. Χρειάζεται όμως και τη στήριξη της τουρκικής πολιτείας για να συνεχίσει να το πράττει.

Ενώ στη Θράκη, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι συμπολίτες μας διαβιούν αρμονικά με την ευρωπαϊκή αλλά και την ελληνική έννομη τάξη να τους εγγυάται ένα καθεστώς ίσων ευκαιριών. Πρέπει να σας διαβεβαιώσω ότι σε αυτόν τον στόχο είμαι προσωπικά προσηλωμένος.

Όπως έχω ήδη τονίσει, ο χαρακτηρισμός τής μειονότητας ως θρησκευτικής προβλέπεται ρητά στη Συνθήκη της Λωζάνης, ενώ το έμπρακτο ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας για την ευημερία της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη εκδηλώνεται με την αυτονόητη τήρηση των αρχών ισονομίας και ισοπολιτείας για τα μέλη της, όπως και για όλους τους Έλληνες πολίτες, αλλά -και θέλω να το τονίσω αυτό- και με τη λήψη ειδικών μέτρων που απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι της χώρας μας. Και θεωρούμε επιτυχία μας την ενεργό παρουσία της μειονότητας στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή και θα ήταν ευχής έργον αν την ίδια άνθιση γνώριζε και ο, δυστυχώς, διαρκώς συρρικνούμενος ελληνισμός στην Τουρκία.

Και βέβαια, στο πνεύμα της αρμονικής συνύπαρξης εντάσσεται και ο σεβασμός των διεθνών κανόνων προστασίας της θρησκευτικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδίως όταν μιλάμε για μνημεία τα οποία αποτελούν πανανθρώπινη περιουσία υπό την ομπρέλα της UNESCO. Είχαμε την ευκαιρία με ειλικρίνεια να συζητήσουμε με τον Πρόεδρο Erdoğan τη στεναχώρια μας, τη δυσαρέσκειά μας για το γεγονός ότι η Μονή της Χώρας άλλαξε χαρακτήρα και θα λειτουργήσει πια ως τέμενος.

‘Ακουσα αυτά τα οποία είπε ο κ. Πρόεδρος και πιστεύω ότι κατ’ ελάχιστον είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να διαφυλάξουμε την ξεχωριστή πολιτιστική αξία αυτού του μνημείου έτσι ώστε να μπορεί να είναι επισκέψιμο από όλους και να μπορούν όλοι να απολαμβάνουν αυτόν τον πολύ σημαντικό πολιτιστικό θησαυρό, που πιστεύω ότι αποτελεί και ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης.

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, είχαμε την ευκαιρία με τον Πρόεδρο Erdoğan να συζητήσουμε και τις εξελίξεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για γεγονότα τα οποία είναι εξαιρετικά ανησυχητικά, φέρνουν μόνο οδύνη και πόνο και τα οποία πρέπει να σταματήσουν με έναν τρόπο μόνο: με την καταδίκη της δεσποτικής επιθετικότητας, αλλά και της ωμής τρομοκρατίας. Με την υπεράσπιση του Διεθνούς Δικαίου, της κυριαρχίας των κρατών, το απαραβίαστο των συνόρων, σε μία πορεία με διαρκή πυξίδα το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής.

Με την Τουρκία δεν συμφωνούμε πάντα στα θέματα τα οποία αφορούν τη Μέση Ανατολή. Η θέση της Αθήνας είναι ότι το Ισραήλ είχε κάθε δικαίωμα να αμυνθεί σε μία αιματηρή και προκλητική εισβολή τρομοκρατών στο έδαφός του, σε μία επίθεση με θύματα αθώους, οι οποίοι δολοφονήθηκαν, απήχθησαν, βασανίστηκαν και μάλιστα από μία τρομοκρατική οργάνωση που δεν εκπροσωπεί τον παλαιστινιακό λαό.

Μέχρι εδώ δεν συμφωνούμε, όμως συμφωνούμε σε άλλα. Συμφωνούμε στο ότι πρέπει να σταματήσει η ασύμμετρη χρήση βίας και το αιματοκύλισμα στην περιοχή και να οδηγηθούμε σε μία ανακωχή διαρκείας. Συμφωνούμε ότι πρέπει να προστατευτούν οι άμαχοι της Γάζας και να απελευθερωθούν οι όμηροι. Συμφωνούμε ότι οι Παλαιστίνιοι πρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια. Ναι, συμφωνούμε ότι αυτή τη στιγμή θα ήταν κολοσσιαίο λάθος να εκδηλωθεί μία χερσαία επίθεση στη Ράφα.

Όπως επίσης συμφωνούμε και στο γεγονός ότι η μόνη βιώσιμη προοπτική είναι η επιστροφή στην πολιτική διαδικασία και η λύση των δύο κρατών, θέση την οποία υποστηρίζουμε απόλυτα και ενεργά ως μέλη της διεθνούς κοινότητας και ως χώρες της περιοχής.

Και στο ίδιο πλαίσιο συζητήσαμε, προφανώς, και το κυπριακό ζήτημα, ένα ζήτημα το οποίο παραμένει υψίστης σημασίας για εμάς. Ένα ζήτημα στο οποίο προφανώς και διαφωνούμε, όμως το αντίδοτο σε οποιοδήποτε αδιέξοδο δεν μπορεί να είναι άλλο από το διάλογο. Γι΄ αυτό και χαίρομαι για τον ορισμό της κας Holguín ως προσωπικής εκπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και θεωρώ ότι πρέπει να της δοθεί χρόνος για την αναζήτηση μίας λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού, ξεκινώντας με την εποικοδομητική συζήτηση μεταξύ των δύο μερών.

Και αναφερόμενος μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εγώ θα επαναλάβω από το βήμα αυτό ότι η Ελλάδα υποστήριξε και υποστηρίζει, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, την ενταξιακή διαδρομή της Τουρκίας, με την προϋπόθεση, βέβαια, της ενσωμάτωσής της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Απριλίου δίνουν μια θετική προοπτική στην επανεκκίνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Θέλω να ελπίζω ότι αυτά θα ερμηνευτούν σωστά και ότι μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά και από την δική σας την πλευρά.

Αγαπητέ κ. Πρόεδρε, αγαπητέ Tayyip, και σήμερα δείξαμε ότι δίπλα στις διαπιστωμένες διαφωνίες μας μπορούμε να γράφουμε μία παράλληλη σελίδα, με τις συμφωνίες μας. Απόδειξη ότι πέραν των όσων είπαμε για την οικονομία, για το μεταναστευτικό, για τις διευκολύνσεις στη χορήγηση θεωρήσεων, οι Υπουργοί μας υπέγραψαν μνημόνια συνεργασίας στους τομείς της υγείας και ειδικά στον τομέα της πολιτικής προστασίας, όπου αναγνωρίζουμε και οι δύο ότι οι χώρες μας αντιμετωπίζουν παρεμφερείς προκλήσεις από την κλιματική κρίση.

Κάνοντας δύο ακόμα βήματα που αφορούν τις καθημερινές ανάγκες των λαών μας στο παρόν, γιατί το σήμερα δεν πρέπει να μένει αιχμάλωτο του χθες και δεν πρέπει ούτε να ναρκοθετεί και το αύριο.

Και με το βλέμμα λοιπόν στα πολλά που μας ενώνουν, επιθυμούμε να πυκνώσουμε στο επόμενο διάστημα τις διμερείς μας επαφές, να συνεχίσουμε υπό τον συντονισμό των δύο Υπουργών Εξωτερικών αυτόν τον θετικό δρόμο τον οποίο έχουμε διαβεί τον τελευταίο χρόνο.

Και με αυτές τις σκέψεις θέλω και πάλι να σας ευχαριστήσω για την εξαιρετική φιλοξενία, προσβλέποντας να συναντηθούμε εκ νέου, πιθανόν στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον, σίγουρα στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη και βέβαια να ανταποδώσουμε και εγώ και τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου την επίσκεψη την οποία κάνατε στην Αθήνα, με την επόμενη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο, όπως έχουμε συμφωνήσει, θα λάβει χώρα στην ‘Αγκυρα εντός αυτού του έτους.

Σας ευχαριστώ πολύ».

«Ας συμφωνήσουμε, κ. Πρόεδρε, ότι διαφωνούμε στο θέμα αυτό, αλλά ας συμφωνήσουμε ότι συμφωνούμε στην ανάγκη αυτή τη στιγμή να υπάρχει μια άμεση κατάπαυση του πυρός και πάνω απ’ όλα, πάνω απ’ όλα να προστατευθούν οι άμαχοι Παλαιστίνιοι, που είναι και τα άδικα, τα μεγάλα θύματα αυτού του πολέμου».

ΑΠΕ ΜΠΕ

ΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Exit mobile version