ΕΛΛΑΔΑ
Γυναίκα – θύμα ενδοοικογενειακής βίας: «Φοβάμαι, δεν ξέρω πού μπορεί να φτάσει»
«Κάθε φορά που βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών γίνεται χαμός. Τού είπα να σταματήσει, να πάμε σε ειδικό κέντρο μήπως ξεμπλέξει, αλλά εκείνος διαφωνεί. Δεν ξέρω τι είναι ικανός να κάνει, πού μπορεί να φτάσει. Με φοβίζει… Αυτά τα σκηνικά γίνονται μπροστά στα παιδιά». Η γυναίκα -φαίνεται γύρω στα 35- που στέκεται ενώπιον των δικαστών του Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης πήρε την απόφαση να προσφύγει στις Αρχές καταγγέλλοντας τον σύζυγό της ύστερα από αλλεπάλληλα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. «Είναι τόσο πολλά που θα γεμίζαμε σελίδες», λέει χαρακτηριστικά, θέλοντας η κραυγή αγωνίας που βγαίνει από το στόμα της να ακουστεί όσο πιο δυνατά γίνεται.
Το ποτήρι φαίνεται να ξεχείλισε τον περασμένο μήνα, όταν η γυναίκα, ούσα σε κατάσταση κύησης, δέχθηκε λεκτική και σωματική βία ύστερα από καβγά για ασήμαντο λόγο… «Με έβρισε, ήρθε προς το μέρος μου», λέει και οδηγεί τα χέρια της δεξιά προς τον γοφό και λίγο πιο πάνω, δείχνοντας στους δικαστές τα σημεία όπου δέχθηκε χτυπήματα. «Απέβαλα, με δική μου όμως απόφαση», απαντάει σε ερώτηση για την τύχη του εμβρύου.
Η παραπάνω υπόθεση δικάστηκε το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης. Δεν ήταν η μοναδική περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας που επρόκειτο να εισαχθεί προς εκδίκαση εκείνη την ημέρα στο ίδιο Δικαστήριο. Καθημερινά, ανάλογες υποθέσεις φτάνουν η μία μετά την άλλα στα ακροατήρια- αρκεί γι’ αυτό μία καταγγελία στην Άμεση Δράση ή σε αστυνομικό Τμήμα. Η ποινική δίωξη, στις περιπτώσεις αυτές, ασκείται αυτεπαγγέλτως και το καταγγελλόμενο πρόσωπο συλλαμβάνεται και παραπέμπεται άμεσα με την αυτόφωρη διαδικασία.
Χαρακτηριστικό της κατακόρυφης αύξησης που παρουσιάζουν την τελευταία διετία οι καταγγελίες ή αλληλομηνύσεις συζύγων και συντρόφων είναι ότι «συχνά, οι ενδοοικογενειακές περιπτώσεις βίας αποτελούν την πλειονότητα των υποθέσεων που δικάζονται στα Αυτόφωρα», όπως αναφέρουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πηγές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
«Τα καταγγελλόμενα περιστατικά βίας ή απειλής ή εξύβρισης ανάμεσα σε ζευγάρια δεν έχουν ηλικιακή διάκριση ούτε κοινωνική – επαγγελματική διαστρωμάτωση», επισημαίνουν οι ίδιες πηγές κι αναφέρουν δύο περιπτώσεις που έφτασαν τον τελευταίο καιρό στα Δικαστήρια της Θεσσαλονίκης: από τη μία ανδρόγυνο υπερήλικων κι από την άλλη ιερέας με την πρεσβυτέρα του.
Στον απόηχο των τριών πρόσφατων δολοφονιών με θύματα γυναίκες, ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος γνωστοποίησε σε προ ημερών τηλεοπτική συνέντευξή του, ότι από τις αρχές του 2022 έχουν καταγγελθεί 5.140 περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Θεωρείται βέβαιο ότι ο φετινός αριθμός των καταγγελιών θα ξεπεράσει τους αντίστοιχους των δύο προηγούμενων χρόνων. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., στο σύνολο του 2021 είχαν σχηματιστεί 6.834 δικογραφίες και το 2020 4.619, με τις γυναίκες να αποτελούν την πλειοψηφία των θυμάτων (5.705 πέρσι και 3.626 πρόπερσι).
«Καθημερινά εξετάζουμε ιατροδικαστικά ένα με δύο περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας»
«Υπάρχει διάχυτη εντύπωση ότι αυξάνονται τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας», σημειώνει η Προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης Ελένη Ζαγγελίδου και συμπληρώνει: «Εκεί που εξετάζαμε 3-4 περιστατικά την εβδομάδα, τώρα έχουμε 1 με 2 ημερησίως». Στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία απευθύνονται θύματα κακοποιητικών συμπεριφορών, συχνά μετά από εντολή των προανακριτικών Αρχών, προκειμένου να εξεταστούν και να τεκμηριώσουν τις καταγγελίες τους, με τα πορίσματα να προσκομίζονται στη συνέχεια στα Δικαστήρια κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, αποτελώντας επιπλέον «όπλο» προς την κατεύθυνση της τιμωρίας των δραστών. «Τα περισσότερα θύματα είναι γυναίκες και ακολουθούν κατά σειρά υπερήλικες, παιδιά και μετά οι άνδρες», επισημαίνει η κ. Ζαγγελίδου, αναφερόμενη στην «ανθρωπογεωγραφία» των θυμάτων.
Ως προς τα ιατροδικαστικά ευρήματα, αυτά αφορούν «από ελαφρές σωματικές βλάβες, απλά ραπίσματα μέχρι βίαιες απωθήσεις με πτώσεις, κατάγματα και κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις», όπως σημειώνει η έμπειρη ιατροδικαστής, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Η ίδια εκτιμάει ότι η περίοδος της πανδημίας σαφώς είχε «ουσιαστικό αντίκτυπο» στο φαινόμενο, τονίζοντας ότι ανάλογη έκρηξη κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας παρατηρήθηκε την προηγούμενη δεκαετία, με την έναρξη της οικονομικής κρίσης στη χώρα. «Οικονομικοί και κοινωνικοί παράμετροι αποτελούν κατ’ εξοχήν παράγοντες αυξημένης επικινδυνότητας και πυροδοτούν εγκληματικές συμπεριφορές ανάμεσα σε συγγενικά πρόσωπα», αναφέρει η κ. Ζαγγελίδου.
Όπως παρατηρεί, οι εκδηλώσεις κακοποιητικών συμπεριφορών είναι κλιμακούμενες και ξεκινούν με λεκτικές επιθέσεις και απειλές, περνώντας στη συνέχεια σε σωματικές βλάβες. Γι’ αυτόν τον λόγο καθίσταται αναγκαίο να γίνονται εγκαίρως οι καταγγελίες, προτρέπει τα θύματα.
«Θα γυρίσετε σπίτι;»
Πίσω στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η δίκη της νεαρής μητέρας οδεύει προς ολοκλήρωση. Το εδώλιο του κατηγορουμένου είναι κενό, καθώς φαίνεται ότι ο δράστης είχε αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικά μέτρα, μετά την αρχική αναβολή που πήρε η υπόθεση. Καταδικάζεται τελικά ερήμην, αφού δεν παρίσταται ούτε κάποιος πληρεξούσιος δικηγόρος να τον εκπροσωπήσει.
«Συνολική ποινή φυλάκισης 28 μηνών» είναι η τελική ετυμηγορία, την οποία εκφωνεί η πρόεδρος του Δικαστηρίου, για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος εγκύου (κατ’ εξακολούθηση), απειλή και εξύβριση. Με ειδική αιτιολογία και «προς αποτροπή τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων» αποφασίζεται δε, η έκτιση μέρους της ποινής και συγκεκριμένα για τους τρεις πρώτες μήνες, ενώ το υπόλοιπο αναστέλλεται επί 3ετία. Καθώς όμως πρόκειται για πλημμεληματικές πράξεις, η έφεση έχει εκ του νόμου αναστέλλουσα δύναμη, οπότε η συγκεκριμένη ποινή μέχρι το Εφετείο δεν εκτελείται. Μοιάζει σαν δεύτερη ευκαιρία για τον κατηγορούμενο.
Το Δικαστήριο, ωστόσο, δείχνει να προβληματίζεται για το τι μέλλει γενέσθαι, όταν η γυναίκα αποχωρήσει από τη δικαστική αίθουσα. «Μένω σε ένα σπίτι με τα πεθερικά μου. Ζούμε πάνω – κάτω, το πατρικό μου βρίσκεται σε όμορο νομό», αναφέρει, απαντώντας σε ερώτηση για το εάν θα γυρίσει στην κατοικία με το σύζυγό της. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αποφασίστηκαν κάποια περιοριστικά μέτρα για την αποτροπή ανάλογων περιστατικών στο μέλλον.
Μέτρα περιορισμού
Είναι αρκετές βέβαια οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβάλλονται κάποια περιοριστικά μέτρα σε περιπτώσεις καταδικαστικών αποφάσεων, όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο δικηγόρος Ανδρέας Ταγαράκης. «Πέραν των ποινών, υπάρχουν και άλλα περιοριστικά μέτρα, που προβλέπονται στο άρθρο 18 του Νόμου 3500/2006 («Για την αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας») και μπορεί να επιβάλλει το Δικαστήριο, το Δικαστικό Συμβούλιο ή ο Εισαγγελέας με διάταξή του, αν αυτό κριθεί απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος», αναφέρει ο ίδιος και συμπληρώνει πως τέτοια είναι -για παράδειγμα- η απομάκρυνση του δράστη από την οικογενειακή κατοικία, η μετοίκησή του, η απαγόρευση να προσεγγίζει τους χώρους κατοικίας ή και εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας.
Παρατηρώντας τον τελευταίο καιρό αύξηση των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας που φτάνουν στο γραφείο του, ο ίδιος αποδίδει το γεγονός αυτό στην περίοδο της «καραντίνας». «Είναι μια αδήριτη πραγματικότητα, ότι η πανδημία έχει εντείνει το φαινόμενο, καθώς ο εγκλεισμός για μήνες στο ίδιο σπίτι αφενός δημιούργησε πρόσφορο έδαφος και αφετέρου -λόγω των υφιστάμενων περιορισμών – δεν ήταν εύκολο για τα θύματα να ζητήσουν βοήθεια», διαπιστώνει, εκτιμώντας ότι οι διαφωνίες και διαφορές που βγήκαν στην επιφάνεια μεταξύ ζευγαριών ή ανδρόγυνων μάλλον εντείνονται -«προϊόν και των γενικότερων κοινωνικών δυσχερειών και οικονομικών δυσκολιών», όπως χαρακτηριστικά λέει- παρά επουλώνονται.
Καθώς δεν απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο η συζήτηση για την επάρκεια του νομικού οπλοστασίου όσον αφορά την ενδοοικογενειακή βία και τις απόψεις που διατυπώνονται περί αυστηροποίησής των ποινών, ο κ. Ταγαράκης διατυπώνει την άποψη ότι το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι επαρκέστατο, τονίζοντας ότι το πλαίσιο ποινών είναι ιδιαίτερα αυστηρό. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ανάλογα με την περίπτωση και τις ειδικότερες συνθήκες του εκδικαζόμενου περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας, «τα Δικαστήρια μπορούν να επιβάλουν ποινές έως και πέντε έτη, κάτι που σημαίνει ότι εφόσον η ποινή στο εφετείο υπερβεί τα τρία έτη, υποχρεωτικά εκτίεται, αφού πλέον ούτε αναστέλλεται ούτε μετατρέπεται».
Υπαναχωρούν, συντηρώντας τον φαύλο κύκλο
Μία άλλη όψη του ίδιους νομίσματος είναι η υπαναχώρηση σε κάποιες περιπτώσεις των θυμάτων- συνήθως γυναικών. Ενώ καταγγέλλουν αρχικά τους θύτες και τους στέλνουν στα Δικαστήρια στη συνέχεια ανακρούουν πρύμναν, «είτε λόγω φόβου, είτε λόγω οικονομικής ή άλλης εξάρτησης, είτε -πιο συχνά- λόγω της συνήθους πίεσης που υφίστανται από το κοντινό ή και το ευρύτερο οικογενειακό τους περιβάλλον», όπως παρατηρεί ο κ. Ταγαράκης.
Φαίνεται, όμως, πως η στάση αυτή παράγει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα, καθώς οι δράστες μένοντας ατιμώρητοι το πιθανότερο είναι να επαναλάβουν τις πράξεις τους. Σε αυτές τις συνθήκες συνεχίζεται ο «φαύλος κύκλος» της βίας, σύμφωνα με την κ. Ζεγγελίδου, η οποία παρατηρεί πως ορισμένα θύματα τα συναντάμε κι άλλες φορές στην Ιατροδικαστική Υπηρεσία…
Στ. Τζιαμαντάνης
ΑΠΕ-ΜΠΕ