ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Διεθνής αποθέωση για τη «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη
«Η Φόνισσα ή ο θρίαμβος της ελληνικής όπερας», «Ένα δυνατό αριστούργημα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που στοιχειώνει τον θεατή», «Από το ατομικό στο οικουμενικό»: Αυτοί είναι ορισμένοι μόνο από τους τίτλους των διεθνών ΜΜΕ τα οποία υποδέχτηκαν με διθυραμβικές κριτικές την «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη, η οποία μετά την πρεμιέρα στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 3 Δεκέμβρη, έκανε παγκόσμια τηλεοπτική πρεμιέρα στις 12 Δεκεμβρίου στο MEZZO Live HD, το κορυφαίο τηλεοπτικό δίκτυο για την κλασική μουσική, την όπερα και τον χορό, το οποίο μεταδίδεται σε πάνω από 80 χώρες σε όλο τον κόσμο και έχει περισσότερους από 60 εκατομμύρια συνδρομητές.
«Το διεθνές ενδιαφέρον και οι θετικές κριτικές του ξένου τύπου για τη Φόνισσα φανερώνουν τη μεγάλη ανάγκη για τη σύνθεση και παρουσίαση νέων έργων όπερας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τέχνη της όπερας, όπως και κάθε ζωντανή τέχνη, έχει ανάγκη τη νέα δημιουργία» δηλώνει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Γιώργος Κουμεντάκης και προσθέτει: «Ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής χαίρομαι ιδιαιτέρως για μια ακόμα επιτυχία του οργανισμού μας και εύχομαι να μπορέσουμε να την αξιοποιήσουμε για να εξαγάγουμε τον ελληνικό πολιτισμό εκτός συνόρων. Ως συνθέτης αισθάνομαι δικαιωμένος από το γεγονός ότι τόσο τα ελληνικά στοιχεία του έργου όσο και ταυτοχρόνως η προσωπική μου συνθετική γλώσσα έχουν καταφέρει να αγγίξουν, να συγκινήσουν και να συνομιλήσουν με το διεθνές κοινό. Η επιτυχία της παραγωγής μας δείχνει πόσο σπουδαία δουλειά μπορούν να κάνουν οι Έλληνες καλλιτέχνες και τα σύνολα της ΕΛΣ».
«Ένα έργο τεράστιας δύναμης και βαθιάς συμπόνιας»
Αποθεωτική είναι η κριτική του Thierry Hilleriteau στην γαλλική εφημερίδα Le Figaro: «Μια μουσική τόσο ιδιότυπη όσο και οικουμενική, με επιρροές από τη δυτική λόγια μουσική, από την επανεφευρεθείσα ελληνική παραδοσιακή μουσική, ακόμη και από την ορθόδοξη λειτουργία. Πληθώρα χορωδιών (συμπεριλαμβανομένων των παιδικών φωνών, που σπάνια αναδεικνύονται τόσο στην όπερα). Ορχηστρική γραφή που ξεχειλίζει από έκφραση και χρώματα. Όλα αυτά μαζί με διακριτικές μινιμαλιστικές πινελιές. Αυτή είναι η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη».
«(…) Από αυτόν τον χαρακτήρα αντάξιο μιας ελληνικής τραγωδίας, ο Κουμεντάκης δημιουργεί μια ηρωίδα της όπερας, η οποία είναι βαθιά συγκλονιστική στην κάθοδό της στην ψυχική κόλαση. Την ερμηνεύει με μια μοναδική σκηνική και φωνητική ένταση η μεσόφωνος Μαίρη Έλεν Νέζη. Η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη είναι γεμάτη από οπτική και ηχητική καθετότητα, με διαβαθμίσεις του μπλε που θυμίζουν το Αιγαίο Πέλαγος και γκρι σπάνιας κομψότητας, που περιβάλλουν αυτή τη σκοτεινή ιστορία με ένα σωτήριο φως. Το μοναδικό και αρμονικό αρχαϊκό σκηνικό (σ.σ. του Πέτρου Τουλούδη), του οποίου το κέντρο περιστρέφεται για να αποκαλύψει μια δεξαμενή ή μια κατοικία τρωγλοδύτη, αποτελεί βασικό στοιχείο της δραματουργίας. Το ίδιο και οι τέσσερις πανταχού παρούσες χορωδίες. Επικαλύπτονται μουσικά χωρίς καμία σκηνική επαφή, για να απεικονιστεί καλύτερα η καθημερινή ζωή μιας κοινότητας όπου κυριαρχούν οι ανισότητες. Ανδρική, γυναικεία χορωδία, αλλά και παιδική χορωδία με παιδιά από 7 ετών (χαιρετίζουμε το έργο της διευθύντριας της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ Κωνσταντίνας Πιτσιάκου). Και ακόμη ένα παραδοσιακό πολυφωνικό κουαρτέτο, το οποίο παίζει το ρόλο των μοιρολογιστρών και της χορωδίας αρχαίας τραγωδίας: τα μελίσματα, απολαυστικές λαϊκές πινελιές, ενσωματώνονται με σπάνια λεπτότητα στον ορχηστρικό ιστό που σχεδίασε ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος» καταλήγει ο Hilleriteau.
«Ένα δυνατό αριστούργημα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που στοιχειώνει τον θεατή» είναι ο τίτλος του κορυφαίου βρετανικού περιοδικού όπερας, Opera Now για την αναβίωση της όπερας του Γιώργου Κουμεντάκη που παρουσιάζεται σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, σκηνικά Πέτρου Τουλούδη και με τη Μαίρη-Έλεν Νέζη στον ρόλο του τίτλου. Επτά χρόνια μετά την πρώτη της παρουσίαση, η «Φόνισσα» του Γ. Κουμεντάκη, επέστρεψε φέτος τον Δεκέμβριο στην ΕΛΣ και συγκίνησε το κοινό με την ορμητική μουσική της, την «εσωτερική αναβίωση» του ψυχογραφήματος της Φραγκογιαννούς, καθώς και με το ιδιαίτερο πάντρεμα της φύσης, της ελληνικής μουσικής παράδοσης και του σύγχρονου μουσικού ιδιώματος του συνθέτη. Το λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου ακολούθησε τη δομή και τον λόγο του αριστουργήματος του Παπαδιαμάντη, συμπυκνώνοντας την ιστορία της Φόνισσας στα ουσιώδη.
«Πρόκειται για ένα έργο τεράστιας δύναμης και βαθιάς συμπόνιας. Επί τρία χρόνια, ενώ συνέθετε αυτό το έργο στον τόπο κατοικίας του στο νησί του Αιγαίου, την Τήνο (“δεν μπορώ να φανταστώ αυτό το έργο να υπάρχει χωριστά από τη φύση”), ο Κουμεντάκης έζησε, ανέπνευσε και πάλεψε με τη Φραγκογιαννού, αυτή τη “πολυσύνθετη, περίεργη και δύσκολη προσωπικότητα” και κατέληξε να νιώθει “άπειρη συμπάθεια γι’ αυτό το φοβερό τέρας”» επισημαίνει στην κριτική της στο Opera Now , η Helena Matheopoulos και συμπληρώνει: «Δεν θα έλεγα το ίδιο – αλλά λαχταρώ να ξαναδώ αυτή την υπέροχη όπερα στο τέλος του μήνα. Εκτός από το Ahkenaten και το Satyagraha του Philip Glass, δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι για καμία σύγχρονη όπερα…».
«Η Φόνισσα ανοίγει τον δρόμο προς το οικουμενικό»
Ο Maurice Salles στην κριτική του στο σημαντικότερο γαλλικό σάιτ για την όπερα www.forumopera.com αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι θεατές που θα παρακολουθήσουν την μετάδοση της Φόνισσας στο Mezzo θα μπορέσουν να καταλάβουν αυτό που τα φτωχά μας λόγια δεν μπορούν να αποδώσουν, όπως την κομψότητα αυτής της γραφής στην οποία γίνονται αντιληπτές μνήμες από άλλους τόπους. Η γραφή του Γιώργου Κουμεντάκη αποτελεί συμπύκνωμα του ελληνικού πολιτισμού, όπως και η ιστορία της Ελλάδας, η οποία είναι ένα χωνευτήρι επιρροών. Ο συνθέτης έχει αφομοιώσει τις επιρροές αυτές και το αποτέλεσμα είναι μια σύνθεση απείρου ευλυγισίας, όπου οι ήχοι μοιάζουν φολκλορικοί αλλά δεν είναι, και όπου η διαφάνεια της ενορχήστρωσης επιτρέπει την πολυμορφία, αλλά χωρίς αυτή η δεξιοτεχνία να αποτελεί αυτοσκοπό. Αυτή είναι μάλλον η σταθερά στο έργο του συνθέτη: να αποφεύγει το αναμενόμενο, να ξεφεύγει από τις συμβατικές φόρμες για να αρθρώσει τη δική του φωνή. Μας έχει σαγηνεύσει βαθιά».
Σε άλλο σημείο σημειώνει : «Ο Γιώργος Κουμεντάκης έχει εμμονή με το να είναι ο εαυτός του, βάσει των κρητικών του ριζών. Αυτή ήταν και η εμμονή του Μονταίν, του οποίου το τόσο προσωπικό έργο είναι ένα άνοιγμα στο οικουμενικό. Ας το πούμε χωρίς περιστροφές: η όπερα αυτή ανοίγει τον δρόμο προς το οικουμενικό και επεκτείνει έτσι την αποστολή των Ελλήνων καλλιτεχνών να είναι οικουμενικοί όντας μοναδικοί. Ένα έργο σύγχρονο, εύκολα προσβάσιμο, χωρίς καμία έκπτωση στην γραφή και που δεν αντιμετωπίζει τον ακροατή σαν ανήλικο που χρειάζεται ειδική παιδεία..».
Στο σημαντικό αμερικάνικο site www.musicalamerica.com ο Clive Paget επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Ο Κουμεντάκης τιμά και το παρελθόν και το παρόν με μια σύνθεση που συνδυάζει αιχμηρά μοντερνιστικά στοιχεία με τα είδη των διατονικών αρμονιών και των μελισματικών μελωδιών που συναντώνται στην ελληνορθόδοξη ψαλτική και στη παραδοσιακή μουσική της Μικράς Ασίας. (..) Η σίγουρη σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη αποτυπώνει καλά τον τρόπο με τον οποίο το μυθιστόρημα αποδίδει την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνία και το απομονωμένο άτομο μέσω της επιδέξιας τοποθέτησης του μεγάλου καστ, που περιλαμβάνει χορωδίες ενηλίκων και παιδιών. Οι βουβές εμφανίσεις της Φραγκογιαννούς, ως νεαρής νύφης, που φαινομενικά υπνοβατεί προς τη γαμήλια ένωση, και ως μιας φιγούρας απόκοσμης, καλυμμένης με φύκια που ανασύρεται από τη θάλασσα τονίζουν τον ανελέητο κύκλο της γέννησης, του γάμου και του θανάτου. (…) Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Καναδο-Ελληνίδα μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη είναι υπέροχη. Με μινιμαλιστικές χειρονομίες και ένα αδιάλλακτο βλέμμα, μεταφέρει την ατσάλινη αποφασιστικότητα και την εσωτερική σύγκρουση της Φραγκογιαννούς».
Sold out στην Αθήνα
Οι δύο τελευταίες παραστάσεις της Φόνισσας, θα παρουσιαστούν στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στις 28 και 30 Δεκεμβρίου. Τα εισιτήρια έχουν εξαντληθεί. Η παραγωγή υλοποιείται με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ) για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Νάντια Μπακοπούλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ